- κηρυκηΐη
- κηρυκ-ηΐη, [suff] κηρυκ-ήϊον, [dialect] Ion. for κηρυκεία, -ειον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρυκηίη — κηρυκηΐη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. κηρυκεία … Dictionary of Greek
κηρύκεια — κηρυκεία, ιων. τ. κηρυκηΐη, ἡ (Α) [κηρυκευω] 1. το αξίωμα ή το έργο τού κήρυκα («τοῑσι αἱ κηρυκηΐαι αἱ ἐκ Σπάρτης πᾱσαι γέρας δέδονται», Ηρόδ.) 2. πρεσβεία («μηδ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω», Αισχίν.) 3 ο μισθός τού κήρυκα … Dictionary of Greek